Η ετυμηγορία των ενόρκων καλεί την Greenpeace να καταβάλει αποζημίωση 660 εκατ. δολαρίων στην Energy Transfer, στη δίκη για την αγωγή SLAPP
Η ελευθερία του λόγου και το δικαίωμα στη διαμαρτυρία στις ΗΠΑ βρίσκονται σε κίνδυνο.
Στη δίκη για την αβάσιμη αγωγή της Energy Transfer κατά της Greenpeace (διεθνής Greenpeace, αμερικανικές οντότητες Greenpeace), που ολοκληρώθηκε χθες, το εννεαμελές σώμα ενόρκων του δικαστηρίου της Morton County στη Βόρεια Ντακότα έφτασε σε ετυμηγορία: αποφάσισε ότι η Greenpeace πρέπει να καταβάλει αποζημίωση 660 εκατομμυρίων δολαρίων. Η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων σε όλο τον κόσμο συνεχίζει την προσπάθεια φίμωσης της ελευθερίας του λόγου και της ειρηνικής διαμαρτυρίας, όμως ο αγώνας ενάντια στην αβάσιμη αγωγή SLAPP της Energy Transfer δεν έχει τελειώσει.
“Γινόμαστε μάρτυρες μιας καταστροφικής επιστροφής στις απερίσκεπτες συμπεριφορές που έχουν πυροδοτήσει την κλιματική κρίση, έχουν επιδεινώσει τον περιβαλλοντικό ρατσισμό, και βάζουν τα κέρδη των εταιρειών πετρελαίου και αερίου πάνω από τη δημόσια υγεία και έναν βιώσιμο πλανήτη. Η προηγούμενη κυβέρνηση Trump πέρασε τέσσερα χρόνια καταστρέφοντας τις προστατευτικές νομοθεσίες για καθαρό αέρα, νερό και κυριαρχία των αυτόχθονων, και τώρα μαζί με τους συμμάχους της θέλει να αποτελειώσει τη δουλειά, φιμώνοντας τη διαμαρτυρία. Δεν θα υποχωρήσουμε. Δεν θα μας φιμώσουν”, δήλωσε ο Mads Christensen, Γενικός Διευθυντής της διεθνούς Greenpeace.
“Η υπόθεση αυτή θα πρέπει να μας ανησυχεί όλους, ανεξάρτητα από τις πολιτικές προτιμήσεις μας”, είπε ο Sushma Raman, προσωρινός Γενικός Διευθυντής της Greenpeace Inc, Greenpeace Fund. “Αποτελεί μέρος μιας ανανεωμένης προσπάθειας από τις εταιρείες να χρησιμοποιήσουν τα δικαστήρια ως όπλα ώστε να φιμώσουν τη διαφωνία. Θα πρέπει όλοι να ανησυχούμε για το μέλλον της Πρώτης Τροποποίησης[1] για τις Θεμελιώδεις Ελευθερίες. Αγωγές σαν αυτή στοχεύουν στην καταστροφή των δικαιωμάτων στην ειρηνική διαμαρτυρία και την ελευθερία του λόγου. Τα δικαιώματα αυτά είναι πολύ σημαντικά για οποιαδήποτε δουλειά γίνεται με στόχο τη διασφάλιση της δικαιοσύνης, και γι’ αυτό θα συνεχίσουμε μαζί να αντιστεκόμαστε, με αλληλεγγύη. Ακόμα κι αν οι τραμπούκοι των εταιρειών ορυκτών καυσίμων σταματήσουν μία ομάδα, δεν μπορούν να σταματήσουν ένα ολόκληρο κίνημα.”
Οι αγωγές της Energy Transfer είναι ξεκάθαρα παραδείγματα αγωγών SLAPP, δηλαδή αγωγών που προσπαθούν να “θάψουν” τις μη κυβερνητικές οργανώσεις και τους ακτιβιστές σε νομικά έξοδα, να τους ωθήσουν στη χρεοκοπία και τελικά να φιμώσουν τις διαφωνίες[2]. Οι μεγάλες εταιρείες ορυκτών καυσίμων όπως η Shell, η Total και η ENI έχουν επίσης κάνει αγωγές SLAPP κατά της Greenpeace τα τελευταία χρόνια[3]. Κάποιες από αυτές τις υποθέσεις έχουν νικηθεί με επιτυχία. Για παράδειγμα, το γαλλικό γραφείο της Greenpeace νίκησε σε αγωγή SLAPP της TotalEnergies στις 28 Μαρτίου 2024, ενώ στις 10 Δεκεμβρίου 2024 η Greenpeace στο Ηνωμένο Βασίλειο μαζί με τη διεθνή Greenpeace ανάγκασαν τη Shell να υποχωρήσει από την αγωγή SLAPP που είχε κάνει.
“Δεν έχουμε τελειώσει με την Energy Transfer ακόμα. Η αγωγή που καταθέσαμε ενάντια στην επίθεση της Energy Transfer στην ελευθερία του λόγου και την ειρηνική διαμαρτυρία, στην πρώτη χρήση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας εναντίον των αγωγών SLAPP, τώρα ξεκινά. Θα τα πούμε στο δικαστήριο στην Ολλανδία τον Ιούλιο. Δεν θα υποχωρήσουμε. Δεν θα μας φιμώσουν.” δήλωσε η Kristin Casper, Γενική Σύμβουλος της διεθνούς Greenpeace.
Τον Φεβρουάριο του 2024, η διεθνής Greenpeace ξεκίνησε την πρώτη “δοκιμασία” της ευρωπαϊκής νομοθεσίας εναντίον των αγωγών SLAPP, καταθέτοντας αγωγή σε ολλανδικό δικαστήριο κατά της Energy Transfer[4]. Η διεθνής Greenpeace διεκδικεί να ανακτήσει όλες τις ζημιές και τα έξοδα που έχει υποστεί ως συνέπεια των συνεχών και αβάσιμων αγωγών της Energy Transfer, που ζητά εκατομμύρια δολάρια από τη διεθνή Greenpeace και τις οντότητές της στις ΗΠΑ.