Image
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024 18:35 Οικονομία
 

Οι τρεις «γκρίζες ζώνες» του Προϋπολογισμού - Για εξαγωγές, επενδύσεις και μισθούς

Σχεδόν θριαμβευτική είναι η εικόνα που παρουσιάζει η κυβέρνηση για την οικονομία στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού για το 2025 που ανακοίνωσε χθες.

Τι «υπερδιπλάσιους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με την ευρωζώνη», τι «αναπτυξιακή δυναμική (...) με μοχλούς τις επενδύσεις, την ιδιωτική κατανάλωση και την εξαγωγική δραστηριότητα», τι «μονοψήφιο ποσοστό ανεργίας» και «αύξηση της απασχόλησης», τι «αύξηση των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας κατά 3,7%»… Όλα παρουσιάζονται καλά και ανθηρά σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών Κώστα Χατζηδάκη που υπογράφει το σημαντικότερο οικονομικό έγγραφο της κυβέρνησης.

Όμως η πραγματικότητα είναι λίγο διαφορετική και η μοίρα τα έφερε μάλιστα έτσι που την ίδια μέρα που ο υπουργός έδωσε στη δημοσιότητα τον προϋπολογισμό, η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοίνωσε τα στοιχεία για το ισοζύγιο πληρωμών, το «λογαριασμό» δηλαδή που κρατάει για τα χρήματα που μπαίνουν και βγαίνουν από τη χώρα τα οποία αποκαλύπτουν την αχίλλειο πτέρνα της ελληνικής οικονομίας, που είναι το μεγάλο έλλειμμα με το εξωτερικό.

Παρά τις θριαμβολογίες και τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη για αύξηση της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών, η αλήθεια είναι ότι οι εξαγωγές μειώνονται ενώ οι εισαγωγές αυξάνονται με αποτέλεσμα το εμπορικό έλλειμμα της χώρας να μεγαλώνει.

Εξαγωγές

Φέτος, στο πρώτο εννεάμηνο, οι εξαγωγές μειώθηκαν (-2,7%), ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν (+1,9%), κάτι που ανέβασε το εμπορικό έλλειμμα στα 25,9 δισ. ευρώ, αφού η διαφορά μεταξύ εισαγωγών (62,8 δισ ευρώ) και εξαγωγών (36,87 δισ. ευρώ) είναι τεράστια.

Η κατάσταση αυτή επιδείνωσε το συνολικό έλλειμμα της χώρας με το εξωτερικό («ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών»), το οποίο έφτασε στα 7,6 δισ. ευρώ -πάντα στο εννεάμηνο- παρά το ότι τα έσοδα από τον τουρισμό, που καταγράφονται ως εξαγωγή υπηρεσιών, αυξήθηκαν.

Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι ένα από τα μεγαλύτερα καμπανάκια για την οικονομία και ο σημαντικότερος δείκτης για τη θέση μιας χώρας στο διεθνή ανταγωνισμό και τα στοιχεία για την ελληνική οικονομία αποτυπώνουν τη χαμηλή παραγωγική επίδοση.

Οι εξαγωγές βρίσκονται χαμηλά, σε ποσοστό του ΑΕΠ γύρω στο 49% μαζί με τον τουρισμό, ενώ χωρίς τον τουρισμό οι εξαγωγές αγαθών αντιστοιχούν περίπου στο 27% που με απλά λόγια σημαίνει ότι η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα οδηγεί στο εξωτερικό περισσότερα χρήματα από αυτά που μπαίνουν στη χώρα και επομένως τροφοδοτεί τις ξένες οικονομίες.

Το γεγονός ότι το εμπορικό έλλειμμα μεγαλώνει τα δύο τελευταία χρόνια, δείχνει ότι η κατάσταση επιδεινώνεται, παρά τη φιλολογία και την «επικοινωνία» της κυβέρνηση για το αντίθετο.

Επομένως, η αναφορά στο κείμενο της εισηγητικής έκθεσης του κ. Χατζηδάκη ότι «η αναπτυξιακή δυναμική στην Ελλάδα προβλέπεται να διατηρηθεί σημαντικά υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, έχοντας ως μοχλούς τις επενδύσεις, την ιδιωτική κατανάλωση και την εξαγωγική δραστηριότητα» θα πρέπει να αναγνωστεί με τις ανάλογες επιφυλάξεις.

Στην πραγματικότητα στο εννεάμηνο του 2024, οι καθαρές εξαγωγές (εξαγωγές μείον τις εισαγωγές) επέδρασαν αρνητικά στο ΑΕΠ, όπως και η δημόσια κατανάλωση που υποχώρησε σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα.

Θετική επίδραση στο ΑΕΠ είχαν οι επενδύσεις και η ιδιωτική κατανάλωση.

Επενδύσεις

Οι επενδύσεις, όμως, ενισχύθηκαν κυρίως από το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων με τη μεγαλύτερη αύξηση να καταγράφεται στις κατηγορίες «Μηχανολογικός εξοπλισμός και οπλικά συστήματα» και «Μεταφορικός εξοπλισμός», με αύξηση 16,3% και 13,4%, αντίστοιχα.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι αισιόδοξες προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών για τις επενδύσεις τόσο για το σύνολο του 2024 όσο και για το 2025 πρέπει και αυτές να λαμβάνονται με επιφύλαξη, αφού κάθε χρόνο διαψεύδονται.

Πέρσι τέτοια εποχή στον προϋπολογισμό προβλεπόταν αύξηση των επενδύσεων για φέτος κατά 15,1%, αλλά η χρονιά θα κλείσει με αύξηση κατά 6,7% (από 6,6% που ήταν το 2023). Επομένως, ας μην «το δέσουμε κιόλας» ότι θα επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη που γίνεται φέτος στον προϋπολογισμό ότι το 2025 οι επενδύσεις θα αυξηθούν κατά 8,4%.

Όσο για τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, τα χρήματα δηλαδή που έρχονται από το εξωτερικό για να επενδυθούν σε νέες δραστηριότητες, αυτές κινούνται πτωτικά, παρά την κυβερνητική θριαμβολογία ότι η Ελλάδα έχει γίνει «επενδυτικός προορισμός» και όλα τα συναφή.

Η αλήθεια είναι ότι οι άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό, από 6,4 δισ. ευρώ το 2022, έπεσαν σε 3,6 δισ. ευρώ πέρσι και σε 3,1 δισ. ευρώ φέτος -πάντα μιλώντας για το εννεάμηνο του 2024. Μια βουτιά δηλαδή 13,8% από πέρσι και 90% από το 2022 -πάντα για το εννεάμηνο.

Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι μεγάλο ποσοστό των άμεσων ξένων επενδύσεων κατευθύνεται σε ακίνητα και όχι σε νέες παραγωγικές επενδύσεις αλλά και ότι οι εγχώριες επενδύσεις τα τελευταία χρόνια ευνοούνται σε μεγάλο βαθμό από τα ευρωπαϊκά κονδύλια μεταξύ των οποίων δάνεια και επιχορηγήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης το οποίο όμως έχει ημερομηνία λήξης το 2027.

Γίνεται φανερό ότι το «επενδυτικό θαύμα» που διαφημίζεται όχι μόνο είναι αμφίβολης υπόστασης, αλλά και ότι ακόμα και η όποια θετική πορεία καταγράφεται στα σχετικά μεγέθη έχει και αυτή ημερομηνία λήξης.

Εισοδήματα

Στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού επισημαίνεται ότι «η εθνική πρόβλεψη για αύξηση το 2025 των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας κατά 3,4% και των αμοιβών ανά εργαζόμενο κατά 2,7%, με ρυθμό μεγαλύτερο του πληθωρισμού (2,1%), υποδηλώνει κέρδη για τον πραγματικό μέσο μισθό για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, η οποία συνδέεται και με την περαιτέρω αύξηση του κατώτατου και του μέσου μισθού (με κυβερνητικό στόχο τα 950 ευρώ και τα 1.500 ευρώ, αντίστοιχα, το 2027)».

Βέβαια, τα περίφημα «κέρδη για τον πραγματικό μέσο μισθό» είναι μόλις 0,6 της μονάδας πάνω από τον πληθωρισμό.

Επιπλέον, στο θέμα αυτό, ο υπουργός Οικονομικών δεν συγκρίνει την ελληνική επίδοση με εκείνη των άλλων χωρών της ευρωζώνης -όπως συστηματικά κάνει για την αύξηση του ΑΕΠ για την οποία αρέσκεται να διατυμπανίζει ότι στην Ελλάδα για το 2024 θα είναι 2,2%, υπερδιπλάσια από εκείνη της Ε.Ε. που θα είναι μόλις 0,9%.

Είναι λογικό βέβαια αφού με βάση τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι οι ονομαστικές αμοιβές στην Ελλάδα το 2024 θα αυξηθούν κατά 1,5%, ενώ στην Ε.Ε. κατά 2,2%, παρότι στη χώρα μας η αύξηση του ΑΕΠ θα είναι «υπερδιπλάσια».

Αξίζει να θυμίσουμε ότι αυτή η «υπερδιπλάσια» αύξηση του ΑΕΠ σε σχέση με την ευρωζώνη, που θα φτάσει το 2,2% φέτος και το 2,3% το 2025 στην Ελλάδα, (έναντι 0,8% και 1,3% αντίστοιχα στην ευρωζώνη), είχε προβλεφθεί στον περσινό προϋπολογισμό ότι θα ήταν 2,9% το 2024, άλλη μια κυβερνητική πρόβλεψη που έπεσε έξω.

Πηγή: ieidiseis.gr

Κάντε Like το daypress.gr