Ο Ντόναλντ Τραμπ θα ορκιστεί επίσημα 47ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών στις 20 Ιανουαρίου και όπως έχει υποσχεθεί ο ίδιος, «είμαι ικανός να τερματίσω τον πόλεμο στην Ουκρανία εντός 24 ωρών». Στις επίμονες ερωτήσεις των δημοσιογράφων αναφορικά με το σχέδιο που έχει στο μυαλό του, απαντά ότι «δεν μπορώ να σας το αποκαλύψω, γιατί αν το κάνω, θα χάσω το βασικό πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις. Στην πράξη βέβαια η ένοπλη σύγκρουση στην Ουκρανία κοντεύει να συμπληρώσει τρία χρόνια και μετά το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών έχει πάρει μια δυσμενέστερη τροπή.
Η απερχόμενη κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν με τη συνεπικουρία της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας έχει ενισχύσει την αποστολή όπλων στην περιοχή ώστε να αντιμετωπιστεί δραστικότερα ο ρωσικός στρατός, ενώ ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έδωσε εντολή να εκτοξευτεί κατά την ουκρανικής περιοχής Ντνίπρο ο νέος εντυπωσιακός υπερηχητικός βαλλιστικός πύραυλος μέσου βεληνεκούς Oreshnik, που περιέχει 6 κεφαλές, κάθε μια εκ των οποίων μπορεί να πλήξει ανεξάρτητα τον δικό της στόχο. Η δε εμβέλειά του είναι ικανή να πλήξει οποιαδήποτε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, ακόμη και το μακρινό Λονδίνο
Με ποιον τρόπο λοιπόν ο Ντόναλντ Τραμπ θα καταφέρει να τερματίσει τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας; Οι πιθανές εκδοχές, είναι τρεις:
Σενάριο 1: Ο Τραμπ συντάσσεται με τον Πούτιν και πιέζει το Κίεβο
Σε αυτό το σενάριο, η κυβέρνηση Τραμπ αποφασίζει να ευθυγραμμιστεί με τις βασικές απαιτήσεις της Μόσχας, ενώ ταυτόχρονα ασκεί έντονες πιέσεις στον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι για την αποδοχή των όρων αυτών.
Η Ουκρανία, αναγνωρίζοντας το πιθανό τίμημα μιας συμφωνίας, θα μπορούσε να θέσει όρους, όπως χρηματοδότηση για την ανοικοδόμηση της χώρας ή ακόμα και προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ. Αν, ωστόσο, ο Ζελένσκι θεωρήσει ότι το κόστος μιας τέτοιας συμφωνίας είναι υπερβολικό, μπορεί να προτιμήσει να συνεχίσει τον πόλεμο βασιζόμενος μονάχα στην υποστήριξη της Ευρώπης.
Σε μια τέτοια εξέλιξη βέβαια ο Τραμπ ενδέχεται να επιτύχει έναν άλλον στόχο του, αυτόν της μετατόπισης του βάρους της σύγκρουσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ευρώπη. Ήτοι, η συνέχιση του πολέμου θα ήταν πλέον ευθύνη και οικονομική υποχρέωση αποκλειστικά και μόνο της γηραιάς ηπείρου, απεγκλωβίζοντας την Ουάσιγκτον.
Σενάριο 2: Το Κρεμλίνο αρνείται τους όρους που θέτει ο Τραμπ
Σε αυτό το ενδεχόμενο, ο Τραμπ επιχειρεί να διαπραγματευτεί με τη Ρωσία, θέτοντας όρους που όμως δεν ικανοποιούν το Κρεμλίνο. Εάν ο Πούτιν αρνηθεί να αποδεχτεί τους αμερικανικούς όρους, ο νεοεκλεγείς Αμερικανός πρόεδρος μπορεί να αντιδράσει επιλέγοντας μια πιο σκληρή γραμμή. Στην περίπτωση αυτή, ο Τραμπ, θεωρώντας τον Πούτιν υπεύθυνο για τη διαιώνιση της σύγκρουσης, αποφασίζει να συνεχίσει την υποστήριξη προς την Ουκρανία, ως αντίποινα.
Μια παραλλαγή αυτού του σεναρίου περιλαμβάνει την πιθανότητα να επικρατήσουν στο περιβάλλον του Τραμπ φωνές που ζητούν έντονη αντίσταση στη Ρωσία. Όπως έχει δηλώσει στο παρελθόν ο Κερτ Φόλκερ, πρώην ειδικός απεσταλμένος της κυβέρνησης Τραμπ στην Ουκρανία, «η πρώτη του κίνηση θα πρέπει να είναι η επίδειξη δύναμης, ώστε να συνειδητοποιήσει ο Πούτιν ότι δεν αξίζει για εκείνον να συνεχίσει να πολεμάει». Αυτή η στρατηγική βασίζεται στη φιλοσοφία της «ειρήνης μέσω δύναμης», που συχνά προβάλλεται από τον Τραμπ.
Σενάριο 3: Εκεχειρία βάσει των Συμφωνιών του Μινσκ
Το τρίτο σενάριο αφορά την πιθανότητα να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις στη βάση του πλαισίου που προβλέπουν οι συμφωνίες του Μινσκ. Ίσως τελικά να είναι και το πιο πιθανό ότι θα συμβεί. Αυτό το μοντέλο έχει ήδη εφαρμοστεί μερικώς στο παρελθόν και περιλαμβάνει κατάπαυση του πυρός, απόσυρση βαρέων οπλισμών, ανταλλαγή κρατουμένων και χορήγηση αυτονομίας σε αμφισβητούμενες περιοχές.
Αν και οι συμφωνίες του Μινσκ δεν προσφέρουν μια πραγματική ειρήνη, λειτουργούν ως μέσο επίτευξης «παγωμένων συγκρούσεων», επιτρέποντας στη Ρωσία να εδραιώσει την επιρροή της στις κατακτημένες περιοχές. Άλλωστε το Κρεμλίνο έχει χρησιμοποιήσει παρόμοιες τακτικές σε άλλα μέτωπα, όπως στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, στη Μολδαβία και στη Γεωργία. Αν η διαδικασία προχωρήσει, θα μπορούσε να παρατείνει τις συνομιλίες για μεγάλο διάστημα, αφήνοντας το ζήτημα άλυτο, αλλά χωρίς περαιτέρω κλιμάκωση. Παρόλα αυτά, η αποδοχή μιας τέτοιας συμφωνίας από το Κίεβο δεν θα σημαίνει αυτόματα και αναγνώριση της ρωσικής κυριαρχίας στις επίμαχες περιοχές.
Τι είναι όμως η Συμφωνία του Μινσκ; Βασικά δεν είναι μια αλλά αυτή που μας ενδιαφέρει υπογράφηκε το 2015 (γνωστή και ως Μινσκ ΙΙ), έπειτα από συνομιλίες ανάμεσα σε ηγέτες της Ρωσίας, της Ουκρανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, με την υποστήριξη του ΟΑΣΕ (Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη). Η συνάντηση φιλοξενήθηκε στη Λευκορωσία, με στόχο την κατάπαυση της βίας και τη θέσπιση πολιτικών λύσεων για τις περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ. Τα κύρια σημεία της Συμφωνίας ήταν οκτώ.
Κατάπαυση του πυρός: Σκοπός ήταν η άμεση διακοπή των συγκρούσεων, οι οποίες κόστιζαν χιλιάδες ζωές.
Απόσυρση βαρέος οπλισμού: Οι αντιμαχόμενες πλευρές συμφώνησαν να απομακρύνουν τα βαριά όπλα από την πρώτη γραμμή.
Επιτήρηση από τον ΟΑΣΕ: Ο διεθνής οργανισμός ανέλαβε να παρακολουθεί την εφαρμογή της κατάπαυσης του πυρός.
Τοπικές εκλογές: Έγινε λόγος για διεξαγωγή εκλογών στις περιοχές που ελέγχονται από φιλορώσους, υπό όρους.
Αποκατάσταση οικονομικών δεσμών: Προβλεπόταν η αποκατάσταση συντάξεων και άλλων οικονομικών σχέσεων ανάμεσα στις περιοχές.
Αποκατάσταση των συνόρων: Η Ουκρανία θα ανέκτα τον έλεγχο των διεθνών της συνόρων με τη Ρωσία.
Αποχώρηση ξένων δυνάμεων: Όλοι οι ξένοι μαχητές και μισθοφόροι θα έπρεπε να αποχωρήσουν.
Αυτονομία στο Ντονμπάς: Θα δινόταν ειδικό καθεστώς αυτονομίας στις περιοχές που βρίσκονται υπό φιλορωσικό έλεγχο.
Παρά τις ελπίδες για τερματισμό της αιματοχυσίας, η συμφωνία εφαρμόστηκε μόνο μερικώς. Η μεγαλύτερη επιτυχία της ήταν η σχετική μείωση των σφοδρών συγκρούσεων και ο περιορισμός των θυμάτων κι αυτό ενδεχομένως θα επιδιωχθεί και τώρα. Ωστόσο, βασικά ζητήματα παρέμειναν άλυτα, αφού οι αντιμαχόμενες πλευρές έχουν διαμετρικά αντίθετες ερμηνείες για το πολιτικό μέλλον των επίμαχων περιοχών.
Κάθε ένα από αυτά τα σενάρια αποκαλύπτει διαφορετικές πτυχές της δυναμικής μεταξύ Ρωσίας, Ουκρανίας, Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρώπης. Η πολιτική του Τραμπ, όταν επιστρέψει στην εξουσία, αναμένεται να καθορίσει όχι μόνο τη μορφή των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας αλλά και τη μελλοντική πορεία της σύγκρουσης στην Ουκρανία όπως δείχνουν οι συσχετισμοί. Η επιτυχία ή η αποτυχία των διαπραγματεύσεων θα εξαρτηθεί από τις στρατηγικές κινήσεις όλων των εμπλεκόμενων μερών, με το ερώτημα της ειρήνης να παραμένει ανοικτό και τις συνέπειες να διαμορφώνουν τη γεωπολιτική πραγματικότητα για τις επόμενες δεκαετίες.